πυκάζω

πυκάζω
και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα]
1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω
2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.)
3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ. Οδ.
β. «ὄρος πεπυκασμένον» — όρος κατάφυτο, Ησίοδ.)
4. διακοσμώ, στολίζω με κάτι («βωμὸς ἄνθεσι πεπύκασται», Ξενοφ.)
5. στεφανώνω («πύκαζε κρᾱτ' ἐμὸν νικηφόρον», Ευρ.)
6. μτφ. επισκιάζω («Ἕκτορα δ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας», Ομ. Ιλ.)
7. κλείνω («ἐντὸς πυκάζοιεν σφέας αὐτούς», Ομ. Οδ.)
8. φρ. α) «αἰδοῑ πυκάζομαι» — κοκκινίζω από ντροπή
β) «πυκάζω στεφάνοις» ή «πυκάζω στέμμασι» ή «πυκάζω δάφνῃ» — στεφανώνω
γ) «νόον πεπυκασμένος» — προσεκτικός, επιφυλακτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκάζω — cover closely pres subj act 1st sg πυκάζω cover closely pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυκασμένα — πυκάζω cover closely perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπυκασμένᾱ , πυκάζω cover closely perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπυκασμένᾱ , πυκάζω cover closely perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκάσει — πυκάζω cover closely aor subj act 3rd sg (epic) πυκάζω cover closely fut ind mid 2nd sg πυκάζω cover closely fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκάσῃ — πυκάζω cover closely aor subj mid 2nd sg πυκάζω cover closely aor subj act 3rd sg πυκάζω cover closely fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυκαδμένον — πυκάζω cover closely perf part mp masc acc sg (doric ionic) πυκάζω cover closely perf part mp neut nom/voc/acc sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυκασμέναι — πυκάζω cover closely perf part mp fem nom/voc pl πεπυκασμένᾱͅ , πυκάζω cover closely perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυκασμένον — πυκάζω cover closely perf part mp masc acc sg πυκάζω cover closely perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπυκασμένων — πυκάζω cover closely perf part mp fem gen pl πυκάζω cover closely perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκαζομένων — πυκάζω cover closely pres part mp fem gen pl πυκάζω cover closely pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκαζόμενον — πυκάζω cover closely pres part mp masc acc sg πυκάζω cover closely pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”